- λεπτομερεστάτου
- λεπτομερήςcomposed of small particlesmasc/neut gen superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερκλασμάτωση — η, Ν χημ. τεχνική λεπτομερέστατου διαχωρισμού τών προϊόντων πετρελαίου με κλασματική απόσταξη σε πύργους που διαθέτουν πολλούς δίσκους συμπύκνωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. superfractionement] … Dictionary of Greek